-
1 κραδάω
A = κραδαίνω, only in part.,κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος Il.7.213
, Od.19.438;ὀξὺ δόρυ κραδάων Il.13.583
, 20.423.II of trees, suffer from blight (κράδη 11
), Thphr.HP4.14.4. (Cf. Skt. kū´rdati 'leap', Lat. cardo 'that which turns, pivot'.)
См. также в других словарях:
κραδώ — (I) κραδῶ, άω (Α) κραδαίνω («οξὺ δόρυ κραδάων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κράδη]. (II) κραδῶ, άω (Α) (για δένδρο) πάσχω από τη νόσο κράδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μετονοματικό παρ. τού κράδη] … Dictionary of Greek